- πλημυρία
- η, βλ. πλημμυρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλημυρίης — πλημυρία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημυρίῃ — πλημυρία fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλημμυρία — και πλημυρία και ιων. τ. πλημμυρίη, ἡ, Α ιατρ. η παθολογική αύξηση τού όγκου, τής ποσότητας («πλημμυρίης τῶν οὔρων», Αρετ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπανιότερος τ. τής λ. πλημυρίς / πλημμυρίς] … Dictionary of Greek